ἀγχεμάχων

ἀγχεμάχων
ἀγχέμαχος
fighting hand to hand
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • HIPPOMOLGI — pop. ab equis mulgendis sic dicti. Dionys. Perieg. v. 309. Ε῎νθα Μελαγχαῖνοί τε καὶ ἀνέρες ἱππημολγοὶ. Populi sunt Scythiae. Epitheton hocce Homerus Mysis attribuit, inquit Nicodemus Frischlin. Sed fallitur, nam poeta gentem aliquam peculiarem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οπλοδιδάσκαλος — ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος) ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων …   Dictionary of Greek

  • οπλομάχος — ο (Α ὁπλομάχος, ον) οπλομάχος αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο τής ξιφασκίας νεοελλ. ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα αρχ. 1. πολεμιστής… …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχητικός — ή, ό (Α ὁπλομαχητικός, ή, όν) [οπλομαχώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία ή στον οπλομάχο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οπλομαχητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τών αγχέμαχων όπλων αρχ. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού… …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχώ — (Α ὁπλομαχῶ, έω) [οπλομάχος] νεοελλ. 1. διεξάγω οπλομαχία 2. ασκούμαι στη χρήση τών αγχέμαχων όπλων αρχ. 1. μάχομαι με βαρέα όπλα ως οπλίτης 2. διδάσκω την οπλομαχία, κυρίως τη χρήση βαρέων όπλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”